ὑπορθῶ

ὑπορθῶ
ὑπορθόω
prop up
pres subj act 1st sg
ὑπορθόω
prop up
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπορθώ — και ὑφορθῶ, όω, Α [ὕπορθος] ορθώνω κάτι στηρίζοντάς το από κάτω …   Dictionary of Greek

  • υπόρθωσις — ώσεως, ἡ, Α [ὑπορθῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ὑπορθῶ*, ανόρθωση …   Dictionary of Greek

  • υπόρθωμα — ώματος, τὸ, Α [ὑπορθῶ] υποστήριγμα, έρεισμα …   Dictionary of Greek

  • υφορθώ — όω, Α (μτγν. τ.) βλ. ὑπορθῶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”